-
1 комбайн
η μηχανή των σύνθετων εργασιώντο κομπάιν (ξεν.)кукурузоуборочный - συλλεκτική - του αραβόσιτου/καλαμποκιού(ξεν.)кухонный - το συγκρότημα τωνοικιακών συσκευών της κουζίνας, разг. τοπολυμίξερ (ξεν.)силосоуборочный - του σανού(ξεν.)угольный - του άνθρακα/κάρβουνου(των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбайн